- ἀκάμπιον
- ἀκάμπ-ιον, τό, in chariotor horse-racing,A straight course, IG2.966A43, Delph.3(2).38,al., cf. EM45.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκάμπιον — straight course neut nom/voc/acc sg ἀκάμπιος masc/fem acc sg ἀκάμπιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμπίας — ἀκαμπίας, ο (AM) 1. όποιος δεν έχει καμπές, ο ευθύς 2. «ἀκαμπίας δρόμος» το ακάμπιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καμπή] … Dictionary of Greek